- χαμηλομάτης
- οθηλ. χαμηλομάτα χαμηλοθώρης, σεμνός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαμηλομάτης — α, ικο, Ν (κυριολ. και μτφ.) χαμηλοθώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + μάτης (< μάτι), πρβλ. μαυρο μάτης] … Dictionary of Greek
χαμηλοφρύδης — ο, θηλ. χαμηλοφρύδα και χαμηλοφρυδούσα, Ν χαμηλομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + φρύδης (< φρύδι), πρβλ. σμιχτο φρύδης] … Dictionary of Greek
χαμηλοφρύδης — ο θηλ. χαμηλοφρύδα χαμηλομάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)